- φαταλιστής
- ο , φαταλίστρια η фаталист, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαταλιστής — ο, θηλ. φαταλίστρια, Ν οπαδός τού φαταλισμού, μοιρολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fataliste (βλ. λ. φαταλισμός)] … Dictionary of Greek
φαταλιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του φαταλισμού (βλ. λ.), ο μοιροκράτης, ο μοιρολάτρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)